αυτεξουσιάζω

αυτεξουσιάζω
αὐτεξουσιάζω (AM)
κάνω κάποιον αυτεξούσιο, του δίνω όλα τα δικαιώματα που δικαιούται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”